- ἐφόλκαιον
- ἐφ-όλκαιον (ἕλκω): rudder, Od. 14.350†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἐφόλκαιον — lading plank neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφόλκαιο — τὸ (Α ἐφόλκαιον) νεοελλ. (πυροβολ.) δίτροχο όχημα που έλκεται από τετράτροχο το οποίο καλείται προολκαίο («εφόλκαίο τού βλητοφόρου») αρχ. πιθ. πηδάλιο («ξεστὸν ἐφόλκαιον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. επί + ὁλκαῖον (< ἕλκω)] … Dictionary of Greek